- ὑπερήρπασται
- ὑπέρ-ἁρπάζωsnatch awayperf ind mp 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεραρπάζομαι — Μ υψώνομαι πολύ πιο πάνω από όλα τα άλλα («ὁ πρῶτος θεὸς ὑπερήρπασται πασῶν τῶν τοῡ ὄντος προόδων», Πρόκλ.) … Dictionary of Greek